Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το αναπότρεπτο

См. также в других словарях:

  • αναπότρεπτος — η, ο (Μ ἀναπότρεπτος) [ἀποτρέπω] 1. αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τόν απομακρύνει ή να τόν αποφύγει, ο αναπόφευκτος 2. το ουδ. ως ουσ. το αναπότρεπτο το μοιραίο, ο θάνατος …   Dictionary of Greek

  • ειμαρμένη — Αρχαία ελληνική λέξη (ουσιαστικοποιημένη μετοχή του παθητικού παρακειμένου είμαρμαι, του ρήματος μείρομαι που σημαίνει μοιράζω), που σημαίνει τη μοίρα, το πεπρωμένο, το αναπότρεπτο. Οι στωικοί φιλόσοφοι τη θεωρούσαν ως υπέρτατο λόγο των πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»